Posted in Video Reviews
Πάνε κάποια χρόνια πίσω, όπου στις προετοιμασίες του γάμου μου, ο πατέρας μου πρότεινε να πάρουμε τη μοτοσυκλέτα του για να πάμε στον γάμο.
Βλέπεις, τότε οδηγούσα ένα Virago 250 στο οποίο είχα κόψει την ουρά και φοβόντουσαν όλοι μην πιαστεί σε καμία ρόδα το νυφικό και κάνουμε είσοδο στο κέντρο σα φασαίοι που γυρίσανε από τρίμηνες διακοπές στη Γαύδο.
Κάπως έτσι, μετά από 2 μέρες, βρίσκομαι να βολτάρω στην “Αθηναϊκή ριβιέρα” της Γλυφάδας με ενα BMW K1200 LT, παίζοντας με την ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα και ακούγοντας Μότορχεντ στα ηχεία της μοτοσυκλέτας σε μια σεβαστή ένταση, κοινοποιώντας έτσι ότι πίσω από αυτή την γιάπικη αμφίεση, κρύβεται κάποιος που τρώει με πένσα γουρουνοπούλα κατευθείαν από τη λαδόκολλα.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά όμως τα πράγματα και να δούμε λίγα πράγματα για τη μοτοσυκλέτα:
Η πρώτη οπτική επαφή είναι περίεργη… Αρχικά την κάνεις μια δυο φορές γύρω γύρω για να δεις που είναι το τιμόνι και που είναι η ρεσεψιόν για το τσεκ ιν.
Με τα πολλά ανεβαίνεις και αμέσως τα μαλακά σου μόρια βολεύονται στην άνετη και φαρδιά σέλα της, η οποία σου ανοίγει τα πόδια σα να βρίσκεσαι σε καρέκλα γυναικολόγου, εμπειρία που σίγουρα κατέχει ο μέσος αναβάτης BMW.
Κοντοστέκεσαι και ξανακατεβαίνεις να ψάξεις σε ποια από όλες τις βαλίτσες έβαλες τα γάντια σου.
Οι δυο πλαϊνές βαλίτσες προσφέρουν άφθονο χώρο, ενώ στην κεντρική άνετα βάζεις σακίδιο, σκύλο και πτώμα με νεκρική ακαμψία.
Τελικά ανακαλύπτεις ότι τα έχεις στο μπροστινό ντουλαπάκι στο ντεπόζιτο. Το συγκεκριμένο έχει ελάχιστο χώρο, αλλά κατάφερες να τον αξιοποιήσεις πλήρως όταν πέταξες το πακετάκι με τα 3 προφυλακτικά που πήρες όταν την αγόρασες νομίζοντας ότι θα ρίξεις γκόμενα και τελικά έχουν λήξει εδώ και 3 χρόνια.
Πατάς τη μίζα και ο διαμήκως τοποθετημένος 4κύλινδρος κινητήρας γουργουρίζει ευχάριστα, προσφέροντας σου έναν ήχο που θυμίζει ΒΜW 316 Ε36 χωρίς λάδια.
Κουμπώνεις πρώτη, παίρνεις βαθιά ανάσα και αμολάς τον συμπλέκτη, δίνοντας κίνηση σε 400+ κιλά. Η κλισέ ατάκα “μην το βλέπεις έτσι, χάνονται τα κιλά του όταν ξεκινήσει” ισχύει και εδώ. Το χαμηλό κέντρο βάρους σε βοηθάει στην οδήγηση, ενώ το μακρύ μεταξόνιο σου προσφέρει σταθερότητα και ευκολία σε δύσκολες μανούβρες, όπως είναι π.χ. να κάνεις επι τόπου αναστροφή στο πάρκινγκ του ΟΑΚΑ.
Σε περιπτώσεις που χρειάζεται να κάνεις επι τόπου σε κάποιον πιο στενό δρόμο, π.χ. στη Συγγρού, η όπισθεν βοηθάει στις μανούβρες, μιας και αν είσαι κάτω από 1.70 (Όπως ο γραφών, αυτή η συμπυκνωμένη ομορφιά, δύναμη και εξυπνάδα) τότε με το άνοιγμα που κάνουν τα πόδια σου για να αγκαλιάσουν το ντεπόζιτο είναι αδύνατο να μπορέσεις να σπρώξεις τη μηχανή πίσω. Επίσης σε αυτό δε βοηθάει το μπροστινό φρένο που αν έχεις συνηθίσει να συμπιέζεις τις μπουκάλες για να κάνεις πίσω το μηχανάκι, η συνδυασμένη πέδηση αλλά και το σερβόφρενο το καθιστούν αδύνατο…
Σερβόφρενο που γενικότερα λειτουργεί άτσαλα και απότομα…
Πας με κάποια χιλιόμετρα, όσα και να είναι αυτά. Πατάς ελαφρά το φρένο και η μοτοσυκλέτα αρχίζει σιγά σιγά να μειώνει ταχύτητα. Πατάς ένα κλλλλικ πιο πολύ, ενεργοποιείται το σερβόφρενο και η αίσθηση σου θυμίζει τότε πιτσιρικάς με το bmx που είχες την απορία, όπως πηγαίνεις με το ποδήλατο, τι θα γίνει αν βάλεις ένα ξύλο στη μπροστά ζάντα και μετά πέρασες ένα απόγευμα στο παίδων να μετράς τα χαλικάκια που βγάζανε από τα χεράκια…
Λογικά το έχουν κάνει έτσι για να ανταπεξέλθει στο πιο extreme touring φόρτωμα που μπορείς να κάνεις, π.χ. να κατεβαίνεις την Πελασγία φορτωμένος με ροδάκινα από το Βελβεντό.
Αν το φρένο δουλεύει καλύτερα πάντως με φορτωμένη μοτοσυκλέτα, σας συνιστώ σε κάθε βόλτα να φορτώνετε στις βαλίτσες 3-4 σακιά τσιμέντο για να έχετε γραμμικό φρενάρισμα.
Ξεκινώντας απο Νεα Φιλαδέλφεια, βάζω κάτι να παίζει στο ραδιόφωνο και κολλάω στην κίνηση της Δεκελείας. Εκεί η μοτοσυκλέτα τραβάει τα βλέμματα και ακούω φράσεις θαυμασμού, όπως ένας που φώναξε Γιούπι (ή Γιάπη, δεν κατάλαβα καλά), αλλά και ζωοφιλίας, όπως ένας άλλος που έδειχνε προς τη μοτοσυκλέτα και κάτι έλεγε για ένα μικρό πουλί. Έψαξα να δω μπας και είχε κάτσει κανένα σπουργίτι στη μοτοσυκλέτα αλλά δεν είδα κάτι για να είμαι ειλικρινής.
Το λεπτομερές καντράν μας ενημερώνει για διάφορα χρήσιμα πράγματα όπως την στάθμη βενζίνης, τον σταθμό του ραδιοφώνου, τη θερμοκρασία της μοτοσυκλέτας και εννοείται, την εξωτερική θερμοκρασία γιατί είσαι πολύ χαζός και δε μπορείς να καταλάβεις αν ζεσταίνεσαι ή αν κρυώνεις.
Με τα πολλά βγαίνεις στην Εθνική Οδό και κατεβαίνεις προς ΣΕΦ. Η μοτοσυκλέτα γουργουρίζει στα 120-130, ενώ στέκεται υπέροχα στα 140-150, με τη μοναδική παρατυπία τη λειτουργία του κινητήρα σε υψηλές στροφές.
Η ένταση της μουσικής αυξάνεται αυτόματα αναλόγως τους εξωτερικούς θορύβους οπότε δεν έχεις να ασχοληθείς με τίποτα άλλο παρά να απολαμβάνεις την διαδρομή. Πραγματικά απολαυστική σε αυτόν τον ρυθμό.
Η κάλυψη της ζελατίνας είναι πάρα πολύ καλή, σε σημείο όμως που δε μπορείς να πάρεις λίγο αέρα, κάτι ιδιαίτερα ενοχλητικό όταν οδηγείς με πολύ ζέστη.
Βγαίνεις παραλιακή και φρακάρεις πάλι στην κίνηση… Ο όγκος της κάνει τη διήθηση θέμα προς μελέτη… Σιγά σιγά τη μαθαίνεις και περνάς ανάμεσα από τα αυτοκίνητα. Δυο πράγματα που θα σε ενοχλήσουν είναι:
1ον) ότι θα χρειαστεί να αφήσεις τους μεγκασκουτεράδες να περάσουν μπροστά σου
2ον) ότι μετά από 10 μέτρα που θα τους αφήσεις, θα σε κόψουν γιατί δε θα μπορούν να περάσουν από χώρο που άνετα μανουβράρει το Κνωσός Παλλάς για να πιάσει λιμάνι.
Μετά από λίγο φτάνεις Γλυφάδα και πλέον η μοτοσυκλέτα ξαναρχίζει να τραβάει τα βλέμματα. Εδώ οι αντιδράσεις είναι άλλες, αφού ακούς ατάκες του στυλ:
-Ειδικό χώρο για εσπαντρίγιες έχει;
-Το κασκόλ ανεμίζει πάνω από τα 60;
-Φίλε μου μini bar έχει; Εγώ έβαλα στο 1200 GS ένα της Bartechnik δίπλα από την πτυσσόμενη νεροτσουλήρα που πιάνει στο κάγκελο που προστατεύει τη βαλβίδα της ζάντας και είμαι πολύ ευχαριστημένος.
Εδώ καταλαβαίνεις ότι πλέον η BMW έφτασε στο σπίτι της.
Πριν γυρίσεις σπίτι να σιδερώσεις τα φλόραλ πουκάμισά σου, παίρνεις πακέτο μια οχτάδα sushi και μια dom perignon του ’57 (καλή χρονιά αυτή) και πας Πανόραμα Βούλας, στον Κρεμαστό Λαγό, να αράξεις σε κανένα παγκάκι να μασαμπουκώσεις κάτι πρόχειρο.
Ανεβαίνοντας τον γλιστερό δρόμο του Πανοράματος, του τα σκας μπας και τραβήξει κανένα παντηλίκι μα εις μάτην. Αρχικά θεωρείς ότι έχει antispin, αλλά μετά καταλαβαίνεις ότι μάλλον έχει περισσότερα κοινά με το BMW 316 που μια φορά με τον κολλητό σου που πήγατε από σταματημένοι να πετάξετε κώλο σε επι τόπου, άρχισε να πετάει μούρη και καρφώσατε τον κάδο ανακύκλωσης και βρεθήκατε να μαζεύετε τα σαδρελοκούτια από την  ηλιοροφή.
Φτάνεις στο παγκάκι, πατάς το κουμπί και το υδραυλικό διπλό stand σηκώνει με ευκολία τη μοτοσυκλέτα.
Εφ’όσον τελειώνεις το τυλιχτό σου (και το sushi ένα εκλεπτυσμένο πιτόγυρο είναι) φεύγεις για το σπίτι. Έχει νυχτώσει και τα φώτα κάνουν πραγματικά τη νύχτα μέρα! Εκπληκτική δέσμη και ένταση προβολέα γηπέδου!
Φτάνεις στον προορισμό σου, κατεβάζεις το πλαϊνό σταντ και ανάβουν δυο λάμπες κάτω από τη μηχανή, σαν τις κουνουπόλαμπες που βάζανε στο Περιστέρι κάτω από τα σαξόραλλα, για να δεις τώρα που νυχτοπερπατείς, που στο διάτανο πατείς.
Μπαίνεις στο σπίτι και η γεύση που σου έχει αφήσει, είναι πολύ ευχάριστη.
Και παρ’ολο που ο σοφός λαός μας λέει ότι η “βάρκα έχει δυο χαρές, όταν την αγοράζεις και όταν την πουλάς”, αυτή τη βαρκούλα, πολύ θα την ήθελα…

Αρχίστε να πληκτρολογείτε και πατήστε το πλήκτρο Enter για αναζήτηση

Καλάθι Αγορών